- βραδύς
- βραδύςslowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν. — См. Тише едешь, дальше будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραδέα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραδέᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραδύς slow fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτάτω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτάτων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτέρως — βραδύς slow adverbial βραδύς slow masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδέως — βραδύς slow indeclform (adverb) βραδύς slow adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)